- ἀτονία
- ἀ-τονία, Abspannung, Mattigkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀτονία — ἀτονίᾱ , ἀτονία slackness fem nom/voc/acc dual ἀτονίᾱ , ἀτονία slackness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίᾳ — ἀτονίᾱͅ , ἀτονία slackness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατονία — Χαλάρωση των συσταλτών ιστών του οργανισμού που οφείλεται σε συγγενή ή επίκτητα αίτια και προκαλεί ελάττωση της λειτουργικότητας του σχετικού οργάνου, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην α. του στομάχου, του εντέρου και άλλων. * * * η (AM… … Dictionary of Greek
ατονία — η εξασθένηση, χαλάρωση, κατάπτωση των δυνάμεων: Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι μεγάλη ατονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτονίας — ἀτονίᾱς , ἀτονία slackness fem acc pl ἀτονίᾱς , ἀτονία slackness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίαι — ἀτονίᾱͅ , ἀτονία slackness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίαν — ἀτονίᾱν , ἀτονία slackness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίαις — ἀτονία slackness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίη — ἀτονία slackness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίην — ἀτονία slackness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτονίης — ἀτονία slackness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)